- δικάζω
- (AM δικάζω)1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινήμσν.μέσ.1. λογομαχώ, διαφωνώ2. συζητώ3. σκέφτομαι, νοιάζομαιαρχ.1. είμαι δικαστής2. μέσ. (για κατηγορούμενο αναφορικά με ιδιωτική δίκη) καταφεύγω στο δικαστήριο, ζητώ το δίκιο μου3. παθ. κατηγορούμαι, ενάγομαι4. α) τὸ δικάζεσθαιη δικανική ομιλίαβ) «δικάζω φόνον» — απολογούμαι σε δίκη για φόνογ) δικάζω δίκην ἄδικον» — βγάζω άδικη απόφασηδ) δίκην δικάζεσθαί τινι» — βρίσκομαι με κάποιον στα δικαστήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη. Τόσο το ρ. δικάζω όσο και το ρ. κρίνω* είναι συνήθεις δικανικοί όροι τής Αρχαίας και η υπάρχουσα μεταξύ τους διάκριση, η οποία δεν διατηρήθηκε πάντα, είναι προφανής στον νομικό κώδικα (επιγραφή) τής Γόρτυνος. Συγκεκριμένα το ρ. δικάζω χρησιμοποιούνταν, όταν ο δικαστής —μετά από ορισμένη τυπική διαδικασία— κατέληγε σε μια απόφαση σύμφωνα με τον νόμο, τα αποδεικτικά στοιχεία και τις μαρτυρίες, ενώ το ρ. κρίνω, όταν ο δικαστής δρούσε άμεσα ως κριτής σε περίπτωση αντικρουόμενων μαρτυριών.ΠΑΡ. δίκαση (Α -ις), δικασμός, δικαστήρ, δικαστής.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκδικάζω, επιδικάζω, καταδικάζω, προδικάζω, συνδικάζωαρχ.αναδικάζω, αποδικάζω, διαδικάζω, επενδικάζω, προσδικάζω, υπερδικάζω, υποδικάζωνεοελλ.επαναδικάζω, ξαναδικάζω, προσεπιδικάζω].
Dictionary of Greek. 2013.